κακονυχτίζω

κακονυχτίζω
βλ. κακονυχτώ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κακονυχτίζω — (Μ κακονυκτίζω) 1. περνώ κακή, άσχημη νύχτα, δεν κλείνω μάτι όλη τη νύχτα («κακονύχτισε ο άρρωστος») 2. (μτβ.) κάνω κάποιον να περάσει άσχημη νύχτα, δεν τόν αφήνω να κοιμηθεί («οι κανταδόροι μάς κακονύχτισαν χθες το βράδυ») 3. δεν ακολουθώ τους… …   Dictionary of Greek

  • κακονυχτώ — άω κακονυχτίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + νύχτα] …   Dictionary of Greek

  • κακονύχτισμα — το [κακονυχτίζω] το να κακονυχτίζει κάποιος, το να περνά άσχημα τη νύχτα …   Dictionary of Greek

  • κακονυχτώ — και κακονυχτάω κακονύχτησα, και κακονυχτίζω κακονύχτισα, κακονυχτισμένος, περνώ κακή νύχτα: Κακονύχτησε ο άρρωστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”